- ἀνεστενάχιζε
- ἀναστεναχίζωgroan oft and loudlyimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνεστενάχιζ' — ἀνεστενάχιζε , ἀναστεναχίζω groan oft and loudly imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειόθε(ν) — (Α) επίρρ. από τον πυθμένα, από το βάθος («νειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κυκλό θεν, μυχό θεν)] … Dictionary of Greek